Η άσκηση με περιορισμό της αιματικής ροής (BFR) αναπτύχθηκε στην Ιαπωνία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τον Yoshiaki Sato και ονομάστηκε KAATSU (Leonneke JP., et al. 2011).
Είναι μέθοδος άσκησης η οποία βασίζεται στον περιορισμό της αρτηριακής αιματικής ροής και τον αποκλεισμό της φλεβικής ροής, μέσω ειδικών περιχειρίδων. Ο περιορισμός αυτός της αιματικής ροής προκαλεί υποξία και μεταβολικές επιδράσεις στους μυς, όπως μείωση της πρωτεόλυσης και αύξηση των αναβολικών διεργασιών. Έτσι, επέρχεται γρηγορότερος μυϊκός κάματος εκτελώντας χαμηλότερης έντασης ασκήσεις απ’ ότι συνήθως, με οφέλη παρόμοια με αυτά της υψηλής έντασης άσκησης.
Σύμφωνα με έρευνες έχει βρεθεί ότι για να επιτευχθεί μυϊκή υπερτροφία σε ένα μυ πρέπει να δέχεται αντίσταση το λιγότερο στο 65% του 1-RM (1 μέγιστης επανάληψης). Όμως ο πληθυσμός στον οποίον έχει ένδειξη η άσκηση με BFR, λόγω περιορισμών (μυϊκή αδυναμία, ατροφία, μειωμένη λειτουργικότητα, πόνος, πρόσφατη επέμβαση), είναι αδύνατον να εκτελέσει άσκηση σε τέτοιες εντάσεις. Έχει βρεθεί ότι η εκτέλεση ασκήσεων χαμηλής έντασης (20-30% 1-RM) με τη μέθοδο BFR μπορούν να επιτύχουν ανάλογη υπερτροφία. Η μέθοδος αυτής, επομένως, δίνει τη δυνατότητα σε ειδικές ομάδες πληθυσμού, που δεν είναι σε θέση να εκτελέσουν υψηλής έντασης άσκηση, να επιτύχουν μυϊκή υπερτροφία αντίστοιχη με άσκηση υψηλής έντασης.
Έχει ένδειξη κυρίως μετά από μυοσκελετικές κακώσεις και επεμβάσεις, όπως μυϊκές θλάσεις, κατάγματα, συνδεσμοπλαστική πρόσθιου χιαστού, αρθροσκοπήσεις γόνατος, σε κάθε μυϊκή ατροφία από μη χρήση του σκέλους, αλλά και σε παθήσεις του γόνατος όπως η οστεοαρθρίτιδα στην οποία έχει βρεθεί ότι συμβάλλει στην ελάττωση του πόνου. Επίσης χρησιμοποιείται ως μέσο προπόνησης πρόληψης τραυματισμών.
Η μέθοδος BFR είναι μια τεχνική μυϊκής ενδυνάμωσης στην οποία τοποθετείται μια περιχειρίδα κοντά στο ισχίο, συμπιέζοντας τις υποκείμενες αγγειακές δομές κατά τη διάρκεια της άσκησης. Η συμπίεση των αγγειακών δομών επιτρέπει την αρτηριακή ροή αλλά περιορίζει την φλεβική επιστροφή.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μείωση παροχής οξυγόνου και την δημιουργία οιδήματος στα μυϊκά κύτταρα κατά τη διάρκεια ασκήσεων χαμηλής έντασης. Το αναερόβιο περιβάλλον που έχει προκληθεί από το BFR, προάγει την μυϊκή υπερτροφία διεγείροντας τον μηχανισμό πρωτεινοσύνθεσης και αυξάνοντας την επιστράτευση των ινών ταχείας συστολής (τύπου II).
Πέραν όμως των μυοσκελετικών θετικών προσαρμογών έχει βρεθεί ότι έχει θετικές επιδράσεις και στην καθημερινή λειτουργικότητα του ασθενούς, οφέλη στην ισορροπία για την τρίτη ηλικία, Σε αρκετές έρευνες αναφέρεται η θετική επίδραση της στην καρδιοαναπνευστική λειτουργία του ασθενούς όταν η άσκηση προσαρμοστεί για τον συγκεκριμένο στόχο.